- αιτιατικως
- αἰτιατικωςαἰτιᾱτικωςграм. в винительном падеже
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἰτιατικῶς — αἰτιατικός causal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιατικός — ή, ό (Α αἰτιατικός, ή, όν) [αἰτιατός] νεοελλ. αρχ. (το θηλυκό ως ουσ.) η αιτιατική* μσν. 1. αιτιώδης 2. αυτός που διατυπώνει κατηγορία 3. επίρρ. αἰτιατικῶς κατ’ αιτιατική … Dictionary of Greek